- θεογονίας
- θεογονίᾱς , θεογονίαgenealogy of the godsfem acc plθεογονίᾱς , θεογονίαgenealogy of the godsfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βέλκερ, Φρίντριχ — (Friedrich Welcker, 1784 – 1868). Γερμανός φιλόλογος και αρχαιολόγος. Σπούδασε κλασική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Γίσεν και σε νεαρή ηλικία διορίστηκε καθηγητής στο γυμνασιακό παράρτημα του ίδιου πανεπιστημίου. Το 1806 πήγε στην Ιταλία όπου… … Dictionary of Greek
Ησίοδος — (8ος – 7ος αι. π.Χ.).Ποιητής. Γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας. Θεωρείται ο πατέρας της διδακτικής ποίησης στη Δύση. Ο πατέρας του ήρθε από την Κύμη της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας τη «χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέ… … Dictionary of Greek
Ορφικά — Ιερά βιβλία, που πιστευόταν πως περιείχαν θείες αποκαλύψεις. Αποδίδονται στον Oρφέα (βλ. λ.), αλλά στην πραγματικότητα έχουν γραφεί από συγγραφείς διαφόρων χρόνων. Τα ιερά αυτά βιβλία περιείχαν δογματικά διατυπωμένες διδασκαλίες, καθώς και ύμνους … Dictionary of Greek